- ἐπεσπάσατο
- ἐπισπάωdrawaor ind mid 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐπεσπάσατ' — ἐπεσπάσατο , ἐπισπάω draw aor ind mid 3rd sg ἐπεσπάσατε , ἐπισπάω draw aor ind act 2nd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επισπώ — ἐπισπῶ, άω (AM) 1. σέρνω προς το μέρος μου 2. παίρνω με το μέρος μου, κερδίζω («πέποιθα τοῡτ’ ἐπισπάσειν κλέος», Σοφ.) αρχ. 1. σέρνω προς τα έξω, κλείνω («ἐπισπάσασα τὴν θύραν εἴχετο τοῡ ῥόπτρου», Ξεν.) 2. σφίγγω («ἐπισπασθέντος τοῡ βρόχου… … Dictionary of Greek